- διομολογησις
- διομολόγησιςδι-ομολόγησις-εως ἥ соглашение, взаимное условие Polyb., Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διομολογήσεις — διομολόγησις convention fem nom/voc pl (attic epic) διομολόγησις convention fem nom/acc pl (attic) διομολογέω make an agreement aor subj act 2nd sg (epic) διομολογέω make an agreement fut ind act 2nd sg διομολογέω make an agreement aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διομολογήσεσι — διομολόγησις convention fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διομολογήσεις — Θεσμός χάρη στον οποίο οι Ευρωπαίοι που ήταν εγκατεστημένοι σε μία μη χριστιανική χώρα που δεσμευόταν με ειδικές διεθνείς συμφωνίες (τις δ.) απολάμβαναν διάφορα προνόμια και ειδικές ελευθερίες, που τους επέτρεπαν να παραμένουν ουσιαστικά υπό τη… … Dictionary of Greek
διομολογία — διομολογία, η (Α) [διομολογώ] διομολόγησις … Dictionary of Greek